- φερεσσίπονος
- φερεσσίπονος [pron. full] [ῐ], ον,A = φερέπονος, IG14.1015.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φερεσσίπονος — ον, Α (ποιητ. τ.) φερέπονος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. αντί τού φερέπονος, κατά το τελεσσί φρων] … Dictionary of Greek
φερεσσιπόνοις — φερεσσίπονος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)